ηπαρινοειδές

ηπαρινοειδές
το
συνθετική ουσία που μοιάζει με την ηπαρίνη, ως προς τη χημική σύσταση και την αντιπηκτική επίδραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπαρίνη + -ειδές, ουδ. τού -ειδής < είδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”